- προτέρῃσιν
- πρότεροςbeforefem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτέρησιν — προσερέσθαι ask besides aor subj mid 2nd sg (epic doric) προσερέσθαι ask besides pres subj mp 2nd sg (epic doric) προτέρησις superiority fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέρησις — ήσεως, ἡ, Α [προτερῶ] η υπεροχή κατά τόπο ή χρόνο («εἰ δὲ οἰκτιζόμενοι..., πλείονα τῇ μελήσει τήν προτέρησιν αὐτοῑς παράσχοιμεν», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek